- δεξίλογος
- -η, -οόποιος δέχεται τη λογοδοσία κάποιου ή δικαιούται να ζητήσει λογοδοσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξι- < (θ. αορ.) εδεξάμην τού ρ. δέχομαι* + -λόγος < λόγος (πρβλ. δεξίδωρος, δεξιήνεμος, δεξίμηλος). Η λ. μαρτυρείται στους Ελληνικούς Κώδικες (αρχή έκδ. 1833)].
Dictionary of Greek. 2013.